- κομπολόγι
- τοβλ. κομπολόι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομπολόγι — κομπολόγι, το και κομπολόι, το μικρό σύνολο διάτρητων κόκκων από στερεά ύλη που συγκρατιούνται μεταξύ τους με νήμα και χρησιμεύουν για απασχόληση: Όλη την ημέρα κάθεται στο καφενείο και παίζει το κομπολόι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομπολογάκι — το (υποκορ. τού κομπολόγι) μικρό κομπολόγι («φτωχό κομπολογάκι μου, εσύ σαι το μεράκι μου») … Dictionary of Greek
κομπολόι — και κομπολόγι και κομβολόγι(ον), το (Μ κομπολόγι και κομβολόγιον) νεοελλ. 1. χάντρες γυάλινες, μεταλλικές, ξύλινες ή κεχριμπαρένιες περασμένες σε κλωστή ή αλυσίδα, τής οποίας τα άκρα συνάπτονται με κόμπο 2. μτφ. διαδοχική σειρά πολλών συναφών ή… … Dictionary of Greek
κοκκιάζω — (Μ κοκκιάζω) τοποθετώ το βέλος στο τόξο («και τη σαΐτα κόκκιασε... την ώρα εκείνη», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. δημιουργώ εντομές ή εσοχές ή, γενικά, διακριτικά σημεία σε ένα πράγμα για να τό αναγνωρίζω 2. περνώ σε νήμα διάτρητους κόκκους για να… … Dictionary of Greek
ροζάριο(ν) — το, Ν 1. σειρά προσευχών τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας 2. το κομπολόγι που χρησιμοποιείται για την αρίθμηση τών προσευχών αυτών, αλλ. ροδάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rosarium, ii «ροδώνας»] … Dictionary of Greek